υδροχρωματίζω

υδροχρωματίζω
μετ.
1) красить клеевой (водяной) краской; 2) белить известью

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "υδροχρωματίζω" в других словарях:

  • υδροχρωματίζω — Ν 1. χρωματίζω με υδρόχρωμα 2. επιχρίω μια επιφάνεια με χρωματισμένο γαλάκτωμα ασβέστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρόχρωμα, ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • υδροχρωματίζω — υδροχρωμάτισα, υδροχρωματίστηκα, υδροχρωματισμένος, μτβ. 1. χρωματίζω με υδρόχρωμα (βλ. λ., 2). 2. χρωματίζω με υδρόχρωμα (βλ. λ., 3) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδροχρωματισμός — ο, Ν [υδροχρωματίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υδροχρωματίζω 2. επικάλυψη επιφανειών με υδρόχρωμα για προστασία της αντίστοιχης επιφάνειας από την υγρασία αλλά και για αισθητικούς λόγους …   Dictionary of Greek

  • υδροχρωμάτιση — η, Ν [υδροχρωματίζω] ο υδροχρωματισμός …   Dictionary of Greek

  • υδροχρωμάτισμα — το, Ν [υδροχρωματίζω] ο υδροχρωματισμός …   Dictionary of Greek

  • υδροχρωματιστής — ο, Ν [υδροχρωματίζω] τεχνίτης ειδικός στους υδροχρωματισμούς …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»